- υποπαραίτησις
- -ήσεως, ἡ, Α [ὑποπαραιτοῡμαι]δικαιολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποπαραίτησις — excuse fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπαραίτησιν — ὑποπαραίτησις excuse fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)